15ος-16ος-17ος & 18ος αιώνας

Στις Δυτικές μεσαιωνικές πηγές – κυρίως γεωγραφικά κείμενα και χάρτες – το όνομα του νησιού εμφανίζεται παραλλαγμένο με διάφορες μορφές (Sidra, Sydra, Sidre, Sidera, Sidero, Sidro κ.α.), ενώ δεν έχει διευκρινιστεί ο χρόνος καθιέρωσης του σημερινού ονόματος.

Έτσι ο Coronelli, γράφει ότι η Sidra κατοικείται από λίγους πτωχούς αλιείς, ο Bernard Randolph παραθέτει τους χάρτες των νησιών του Αιγαίου, μαζί και την Ύδρα με τις ονομασίες Sidera, Sidero, ο  Marco Boschini γράφει ότι υπάρχει στην Sidra ένας μικρός συνοικισμός, υπάρχει έγγραφο του έτους 1263 στην Εθνική βιβλιοθήκη των Παρισίων, που αναφέρει το νησί με το όνομα Sidra στο έργο “Le despotat grec de Moree”, ο William Miller παραθέτει δύο χάρτες των ετών 1388 και 1462 στην Φραγκοκρατία, στους οποίους φαίνεται το νησί με το όνομα Sidre και στην Μαρκιανή βιβλιοθήκη υπάρχουν δύο χάρτες με το όνομα Sidra, ο ένας από τον Giacomo Gastaldi του έτους 1545 και ο άλλος από τον Battista Palnese του έτους 1516.

Οι απαρχές του 15ου αιώνα βρίσκουν την Ύδρα κατοικημένη από λίγες γεωργικές και ποιμενικές οικογένειες. Από το 1460 αρχίζει η πρώτη έντονη εποικιστική κίνηση και εγκατάσταση στην Ύδρα Ορθοδόξων Αρβανιτών φυγάδων, οι οποίοι έφθασαν στην Ύδρα κυνηγημένοι από τους Τούρκους, επειδή πολέμησαν στο πλευρό των Ενετών, κατά τη διάρκεια του δεκαεξάχρονου Ενετοτουρκικού πολέμου (1463 – 1479) με τα οθωμανικά στρατεύματα του σουλτάνου Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή, που κατέκτησαν την Πελοπόννησο.

Οι Αρβανίτες, νέοι κάτοικοι της Ύδρας, αφομοιώθηκαν εύκολα από τους γηγενείς κατοίκους στην Ύδρα, όπου το βραχώδες και άγονο έδαφος τους ανάγκασε να στραφούν στην αλιεία και γενικά προς τη θάλασσα, με αποτέλεσμα να γίνουν άριστοι ναυτικοί.

Τα μέσα του 15ου αιώνα είναι ακριβώς η εποχή που αρχίζει η ανοικοδόμηση και η δημιουργία της σημερινής πόλης της Ύδρας με πρώτο οικιστικό πυρήνα τον λόφο της Κιάφας, προφανώς για λόγους ασφαλείας των κατοίκων, για να προφυλαχθούν από πιθανούς επιδρομείς και πειρατές.

Οι ταραγμένες συνθήκες που επικρατούσαν τον 16ο και 17ο αιώνα με τις πολεμικές συγκρούσεις κατά την διάρκεια του Ενετοτουρκικού (1700 – 1715), του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1768 – 1774), και οι εξεγέρσεις στον ελλαδικό χώρο κατά την διάρκεια του ίδιου αιώνα, μαζί με τη συνακόλουθη έλλειψη ασφάλειας ήταν η κύρια αιτία της εγκατάστασης στο νησί αυτών των νέων οικογενειών από διάφορες περιοχές του ελλαδικού και μικρασιατικού χώρου, που κυνηγημένες από τους Τούρκους βρήκαν καταφύγιο στην Ύδρα.

Μεταξύ αυτών οι οικογένειες του Λαζάρου (μετέπειτα Κοκκίνη) και Ζέρβα (μετέπειτα Κουντουριώτη) από την Ήπειρο, που ήρθαν στην Ύδρα το 1580, η οικογένεια Κριεζή από την Εύβοια το 1640, Γιακουμάκη (μετέπειτα Τομπάζη) από τα Βουρλά της Σμύρνης το 1668, Οικονόμου από την Επίδαυρο, Βώκου (μετέπειτα Μιαούλη) από τα Φύλλα Ευβοίας, οι οικογένειες Μπουντούρη από την Εύβοια και Παπαμανώλη από τη Φώκαια Μικράς Ασίας το 1648, οι οικογένειες  Κιοσσέ και Σαχίνη από τη Γένοβα της Ιταλίας, Λιγνού από την Κρήτη, Μπαρού ή Ραφαλιά, Νέγκα και Γκούμα από την Κύθνο κ.λ.π., που ενδυνάμωσαν περαιτέρω – πληθυσμιακά και οικονομικά – το νησί.

Οι μετοικίσεις και άλλων οικογενειών, των οποίων οι απόγονοι εξελίχθηκαν σε αγωνιστές του 1821, ποτέ δε σταμάτησαν αφού η Ύδρα όπως και η Αίγινα, ο Πόρος και οι Σπέτσες ήταν τα νησιά στα οποία βρήκαν καταφύγιο πολλές οικογένειες της Πελοποννήσου, κυνηγημένες από τους Τούρκους. Έτσι, κατά την απογραφή του 1828, βρέθηκαν στην Ύδρα γύρω στις 8.500 ξένοι, από τους οποίους οι 2.901 ήταν Πελοποννήσιοι.

Η δημογραφική αυτή Επανάσταση είχε ασφαλώς τις θετικές και τις αρνητικές της συνέπειες όσον αφορά την εξέλιξη της Υδραϊκής κοινωνικής πορείας. Από τις θετικότερες υπήρξαν η προώθηση της ανάπτυξης του εμπορίου και κυριότερα η ανάπτυξη και η αλματώδης εξέλιξη της ναυτιλίας στην Ύδρα.

Επίσης την εποχή αυτή (δεύτερο μισό του 17ου αιώνα), αρχίζει να διαμορφώνεται ο σημερινός οικισμός, γύρω από το λιμάνι της Ύδρας, με τους Προμαχώνες και τα κανόνια που προστάτευαν την πόλη, δεξιά και αριστερά του λιμανιού.

Στις αρχές του 18ου αιώνα οι Υδραίοι άρχισαν να επιδίδονται στη ναυπήγηση μικρών ιστιοφόρων (Τρεχαντήρια) χωρητικότητας από 10 έως και 15 τόννων, που ήταν τα πρώτα πλοία, με τα οποία οι Υδραίοι άρχισαν το θαλάσσιο εμπόριο. Στη συνέχεια άρχισαν να ναυπηγούν τα Λατινάδικα και τις Καραβοσαϊτες χωρητικότητας από 40 έως και 50 τόννων καθώς και τα Σαχτούρια μεγαλύτερα από τα προηγούμενα, ενώ από τα μέσα του ίδιου αιώνα, κοντά στο 1745, πλοία ακόμη μεγαλύτερης χωρητικότητας, περίπου 100 τόννων και πάνω, που έπλεαν σε όλη τη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα, λόγω της ενασχόλησης των Ύδραίων με το εμπόριο και την ναυτιλία.

Στα τέλη του 18ου αιώνα, η Ύδρα διέθετε αρκετά μεγάλα πλοία που τα ονόμαζαν Καράβια, Βρίκια, Βριγαντίνια, Πολάκες, Γολέτες, Σκούνες και πολλά μικρότερα τα Σαχτούρια, με αποτέλεσμα να διαθέτει έναν πολύ σημαντικό εμπορικό στόλο, με πλοία τα οποία ήταν εξοπλισμένα και με κανόνια, για να αντιμετωπίζουν την πειρατεία, που ήταν το σημαντικότερο πρόβλημα για τα πλοία την εποχή αυτή.

Μετά τη Γαλλική Επανάσταση, το Ναυτικό εμπόριο της Γαλλίας και των Ενετών έπαψε να υπάρχει στην Μεσόγειο και περιήλθε στους Έλληνες ναυτικούς και κυρίως στους Υδραίους, Σπετσιώτες και Ψαριανούς ναυτικούς.

Οι Υδραίοι επωφελήθηκαν αυτής της ευκαιρίας και άρχισαν να ναυπηγούν ακόμη μεγαλύτερα πλοία, μέχρι και Τριίστια, με αποτέλεσμα η Ύδρα σταδιακά να πάρει την πρώτη θέση στο Ναυτικό εμπόριο της Μεσογείου, που είχε ως συνέπεια να συρρέουν τα πλούτη στο νησί. Επειδή όμως δεν υπήρχε κατάλληλο λιμάνι για να δεχθεί η Ύδρα, το μεγάλο πλήθος των πλοίων, αυτά πήγαιναν ανατολικά της πόλης, στον όρμο του Μαντρακίου και δυτικά στον όρμο του Μώλου, στους οποίους υπήρχαν φυσικά λιμάνια.

Το υψηλό επίπεδο ανάπτυξης της ναυτιλιακής και εμπορικής δραστηριότητας το αποδεικνύουν η ίδρυση της Ναυτικής Σχολής Εμποροπλοιάρχων το 1749, ίσως η πρώτη στον κόσμο, με την μετάκληση Ιταλών και Πορτογάλων δασκάλων για τη συστηματικότερη διδασκαλία της ναυτικής τέχνης, καθώς και η θέσπιση ειδικών νόμων και κανόνων για τη ρύθμιση των σχετικών συναλλαγών, η οποία από το 1930 στεγάζεται στο Αρχοντικό Τσαμαδού (μπαίνοντας στο λιμάνι αριστερά).

Διοικητικά, κοινοτικοί άρχοντες της Ύδρας ήταν αρχικά οι εκάστοτε δύο ιερείς του νησιού. Κατά το 1667 εγκαινιάστηκε η συμμετοχή τριών ακόμη μελών (ένας με καθήκοντα γραμματέα και δύο ως επίτροποι, μέχρι το 1715.

Έργο των ιερέων, ακόμη και μέχρι το 1828, ήταν να κρίνουν τις οικογενειακές διαφορές, τις κληρονομικές διενέξεις, να συντάσσουν προικοσύμφωνα, διαθήκες, να αποφαίνονται για αιτήσεις διαζυγίων, αλλά την διοίκηση της Ύδρας από το 1715 μέχρι και το 1770, την είχαν εντεταλμένοι από τον λαό, είτε αυτοί ονομάζονταν Επίτροποι, είτε Προεστώτες είτε Δημογέροντες. Μετά το 1770 η εξουσία του νησιού πέρασε σχεδόν ολοκληρωτικά στους ισχυρούς πλοιοκτήτες.

Το 1778 ο Τουρκικός στόλος είχε εκστρατεύσει για την ανάκτηση της Κριμαίας και σε αυτή την εκστρατεία είχαν πάρει μέρος και 32 Υδραίικα σκάφη. Οι Υδραίοι επέδειξαν μία ξέχωρη γενναιότητα που εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τον σουλτάνο Αβδούλ Χαμήτ Μουσταφά. Έτσι, για ανταμοιβή ο σουλτάνος παρεχώρησε σημαντικά προνόμια στην Ύδρα.

Το σημαντικότερο από τα προνόμια που δόθηκαν στους Υδραίους, ήταν την είσπραξη των φόρων που ήταν ασήμαντοι, να την κάνει η Κοινότητα. Έτσι η σχεδόν παντελής απουσία του Τουρκικού στοιχείου από την Ύδρα, επέτρεψε τον ναυτικό εξοπλισμό των Υδραίων, τη δημιουργία του πιο σημαντικού εμπορικού στόλου της εποχής εκείνης και της συσσώρευσης φανταστικού πλούτου και εφοδίων.

Σε αντιστάθμισμα οι Τούρκοι ζήτησαν από την Κοινότητα της Ύδρας, να στέλνει στην Κωνσταντινούπολη δύο φορές τον χρόνο έναν αριθμό ναυτών (τους μελλάχηδες), για την επάνδρωση του Τουρκικού στόλου και τον μισθό τους να τον πληρώνει η Κοινότητα. Συγκεκριμένα, τον Ιανουάριο του 1795, ο τότε Καπουδάν Πασάς έστειλε μπουγιουρουλδί (διάταγμα) στους Προεστούς της Ύδρας με το οποίο τους ζητούσε να αποστέλλονται οι μελλάχηδες ανά εξάμηνο, αντί για έναν χρόνο, γιατί απομακρυνόμενοι από τις δουλειές τους για έναν χρόνο, ζημιώνονται επαγγελματικά. Έτσι με το διάταγμα αυτό ζητούσε να αποστέλλονται  στην Κωνσταντινούπολη στις 23 Απριλίου 50 ναύτες (καλοκαιρινοί) και στις 26 Οκτωβρίου άλλοι 50 (χειμωνιάτικοι).

Ο Castellan, μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών, επισκέφτηκε την Ύδρα το 1797 και έγραψε μεταξύ των άλλων, για την ελευθερία, την ευημερία και τον πλούτο της Ύδρας, στα τέλη του 18ου αιώνα.

«Στην Ύδρα αναγνωρίζει κανείς τον Ελληνικό χαρακτήρα σ’ όλη του τη δραστηριότητα. Οι Υδραίοι είναι φαιδροί, ρωμαλέοι και ενεργητικοί.

Η πόλη τους μεγαλώνει αδιάκοπα. Τα σπίτια τους είναι καθαρά, ευάερα και με κάποια πολυτέλεια.  Βλέπουμε αποθήκες γεμάτες από βιομηχανικά προϊόντα και προϊόντα εμπορίου. Ακόμη βλέπουμε έναν Ναό κομψής αρχιτεκτονικής, επενδυμένο με μάρμαρα και με πλούσιο εσωτερικό διάκοσμο.

Πολλά πλοία, τα οποία επισκέπτονται συχνά πλουσιότερα μέρη ή μεταφέρουν τα προϊόντα της Ευρώπης, της Ασίας, της Αφρικής και των Ινδιών ακόμη στην Ύδρα, γιομίζουν το λιμάνι της.

Αυτοί οι Υδραίοι εφοδιάζουν την Κωνσταντινούπολη και τους εμπορικούς λιμένες της Ανατολής. Μεταφέρουν τα πορτοκάλια της Μάλτας, τ’ αρώματα και τον καφέ της Αραβίας, την όρυζα της Αιγύπτου, την σταφίδα της Ζακύνθου, το λάδι της Ιταλίας και της Προβηγκίας, τους φοίνικες της Μικράς Ασίας, τα προϊόντα βιομηχανίας της Γαλλίας και τα κομψοτεχνήματα της Βενετίας. Τέλος αυτοί ενεργούν, σχεδόν αποκλειστικά το εμπόριο των σιτηρών.

Οι Υδραίοι σχεδόν ελεύθεροι δεν πληρώνουν παρά μόνο μικρό φόρο στην Οθωμανική Πύλη. Οι Τούρκοι έχουν μεγάλες ωφέλειες από αυτή τη νήσο, ώστε να μην διανοούνται να την υποδουλώσουν τελείως. Η Ύδρα και τα Ψαρά, άλλη ανεξάρτητη νήσος, τους παρέχουν τους καλύτερους ναύτες και το μεγαλύτερο αριθμό των αξιωματικών του Τουρκικού στόλου» (Απόσπασμα από το βιβλίο “Ιστορία της Νήσου Ύδρας, Χρήστος Ι. Χριστοδούλου”)

This site is registered on wpml.org as a development site. Switch to a production site key to remove this banner.